|
Diipetés (τεύχος # 71, 2010).
|
|
Κύριε Παράντα, πείτε μας για εσάς και τη δουλειά σας, όλα αυτά τα χρόνια.
Άρχισα να δουλεύω επάνω στους ελληνικούς μύθους στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, αποθηκεύοντας μια βάση δεδομένων μέσα σε χαρτόκουτα, όπως γινόταν τότε, καθώς και σχεδιάζοντας διαγράμματα με μολύβια και γόμες. Παρακινούμουν από τη δημιουργικότητα και την έμπνευση των μύθων και με ενδιέφερε να αποκτήσω μαι σφαιρική γνώμη γύρο από αυτούς, για να καταλάβω το πώς οι ιστορίες, οι χαρακτήρες και οι τόποι δένανε μεταξύ τους. Όπως γνωρίζουμε, ο σημερινός αναγνώστης δεν μπορεί να έχει άποψη για την Μυθολογία εάν εξετάζει τους αρχαίους ποιητές και μυθογράφους ξεχωριστά. Αυτό βεβαίως είναι μια βασική κατανόηση. Ο Όμηρος, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύει περίπου το 8% των μυθολογικών δεδομένων. Εκ φύσεως έχουμε εγχειρίδια οδηγιών και λεξικά ― από το δεκάτομο λεξικό του Roscher μέχρι το μικρότερο (αλλά άριστο έργο) του Grimal ― αλλά τα περισσότερα λεξικά, απευθυνόμενα σε περιστασιακή ανάγνωση, σπανίως προσφέρουν στον αναγνώστη μια γενική άποψη των μύθων.
Έτσι, όταν γύρο στα 1990 αγόρασα έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και άρχισα να γράφω το «Γενεαλογικός Οδηγός της Ελληνικής Μυθολογίας» (Genealogical Guide to Greek Mythology) είδα ότι μπορούσα να διασταυρώσω τους μύθους και να το κάνω την μυθολογία πιο προσιτή στους αναγνώστες. Φερ’ ειπείν, κατηγοριοποίησα τους ήρωες, αρίθμησα αυτούς που είχανε ίδια ονόματα και δημιούργησα μια μυθολογική χρονολογία, δείχνοντας ποιοι χαρακτήρες ζούσαν την ίδια εποχή. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου με καθοδηγούσε ο ακαδημαϊκός Jerker Blomqvist, καθηγητής της Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο τμήμα Κλασσικών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο Lund της Σουηδίας. Αργότερα ο καθηγητής Blomqvist με έφερε σε επαφή με τον εκδότη και καθηγητή Paul Åström και εν συνεχεία το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Astrom με την υποστήριξη του Σουηδικού Συμβουλίου για τις Κλασσικές και Κοινωνικές Σπουδές. Αργότερα, το 1997, άρχισα να εργάζομαι επάνω στον διαδικτυακό «Σύνδεσμο Ελληνικής Μυθολογίας», έναν ιστοχώρος όπου παρουσιάζω διευρυμένα δείγματα της προηγούμενής μου εργασίας. Προσφάτως έχω δημιουργήσει και μία PDF έκδοση, που σκοπός μου είναι να είναι οριστική, και αποτελείται από 1809 σελίδες Α4 και περιλαμβάνει 119 γραφήματα και 5 χάρτες.
Η μυθολογική εργασία που κάνετε είναι μόνο ακαδημαϊκή ή το ενδιαφέρον σας επεκτείνεται και παραπέρα; Με άλλα λόγια τι σας ενέπνευσε για το έργο σας;
Η δική μου ακαδημαϊκή δουλειά είναι κυρίως η ανακάλυψη των πρωτογενών πηγών των μύθων, των χαρακτήρων και των τόπων, καθώς και το να μάθω το με ποιον ακριβώς τρόπο όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλή αρχειοθέτηση, ταξινόμηση και αρίθμηση, αλλά ένιωσα ότι οι μύθοι θα βελτιώνανε την άποψή μου για τον κόσμο και τα ανθρώπινα πάθη. Θεώρησα ότι θα μπορούσα να το καταφέρω, αφού συνειδητοποίησα ότι οι μύθοι είχανε εμπνεύσει, αμέσως ή εμμέσως, την τέχνη διαμέσου των αιώνων.
Είναι γνωστό σε εμάς ότι η Ελληνική Μυθολογία γίνεται κατανοητή με διαφορετικούς τρόπους και ότι διαφορετικές σχολές την ερμηνεύουνε διαφορετικά. Ποια προσέγγιση ή ερμηνεία ταιριάζει με την δική σας θέαση της μυθολογίας;
Οι ερμηνείες υπάρχουνε διότι διάφοροι συγγραφείς άρχισαν να αντιλαμβάνονται νοήματα στους μύθους που υποτίθεται ότι ήταν διαφορετικά από εκείνα που έδιδαν οι ίδιες οι αφηγήσεις. Προφανώς βρήκανε τις μυθολογικές εξιστορήσεις τόσο εξωφρενικές, ώστε δεν μπορούσαν να τις πάρουν στα σοβαρά, αλλά, από την άλλη, αυτές οι ίδιες οι εξιστορήσεις είχαν και κάποιο νόημα που δεν μπορούσαν να το απορρίψουν. Παρατηρήσανε επίσης ότι κανένας εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να δείξει από πού προήλθαν οι μύθοι. Έτσι, ήδη στον 4° προχριστιανικό αιώνα, και ακόμα πιο πριν, βρίσκουμε συγγραφείς όπως ο Παλαίφατος ή ο Ευήμερος που προσπάθησαν να εξηγήσουν την καταγωγή και το νόημα των μύθων. Τέτοιες προσπάθειες συνεχίστηκαν βεβαίως καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας και σε διάφορους τομείς όπως φιλολογία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, συγκριτική μυθολογία ή και ψυχανάλυση, παράγοντας έναν μεγάλο αριθμό θεωριών που ασχολούντο με διάφορες πτυχές των μύθων, όπως αλληγορίες, συμβολισμοί, λογικά νοήματα, ιστορικές ρίζες, τελετουργικές, διασυνδέσεις, ηθικές επιπτώσεις, μαγικές υπόνοιες, φυσικές απεικονίσεις, κ.ά.
Αν και οι Καθολικές θεωρίες της ερμηνείας των μύθων μας έχουνε δώσει ενδιαφέροντα στοιχεία δεν έχει δοθεί ακόμα ικανοποιητική απάντηση στις δύο θεμελιώδεις ερωτήσεις της καταγωγής και του νοήματος των μύθων. Αυτό παρά τις φιλότιμες προσπάθειες γενεών διανοουμένων εδώ και 2.500 έτη, μπορώ να το πω. Σίγουρα, αν όλες οι θεωρίες εξήγησης των μύθων ― αρχαίες και νέες ― τοποθετούντο η μία επάνω στην άλλη, θα βλέπαμε ότι θα σχηματίζανε έναν πολύ υψηλό πύργο. Επιπλέον οι πολλές θεωρίες και ερμηνείες οδηγούνε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σημαντικές αντιφάσεις μεταξύ των αυθεντιών που ερευνούνε τους μύθους, όπως επίσης και ποικιλομορφία στα σημεία εκκίνησης. Για παράδειγμα, μερικοί διανοούμενοι αντιμετωπίσανε τους μύθους σαν συμβολισμούς του μυαλού, ενώ άλλοι τους είδανε σαν αντανάκλαση κοινωνικών δομών ή εθίμων.
Αναλόγως με το ποια αυθεντία διαβάζεις, οι μύθοι είτε δημιουργήθηκαν από μεγαλοφυΐες, είτε από ανθρώπους πέρα για πέρα αφελείς. Για κάποιους, οι μύθοι είναι ακριβείς περιγραφές του κόσμου ― αληθινά σύμβολα του μυαλού, ή σοφές πεποιθήσεις κρυμμένες πίσω από έξυπνες ιστορίες ― ενώ για άλλους είναι προϊόν αφέλειας ή πρώϊμες μορφές αντίληψης και έκφρασης. Ποτέ δεν υπήρξε σύμπλευση σε τέτοια θέματα και έτσι είναι δύσκολο να ακολουθήσεις πιστά κάποια από τις καθολικές θεωρίες ερμηνείας, αν και καμμιά φορά κάποιοι τάσσονται υπέρ μίας συγκεκριμένης παρατήρησης ή εξήγησης.
Ίσως κάποιος προσέξει ότι όλες οι θεωρίες ερμηνείας ―ασχέτως εάν συμφωνούμε με αυτές ή όχι ― είναι αναμφισβήτητα αποτελέσματα αναλυτικής προσέγγισης. Η ανάλυση, όπως έχουμε μάθει, χαλαρώνει τα μικρότερα κομμάτια του όλου, με την ελπίδα ότι έτσι τα επί μέρους κομμάτια θα μας προσφέρουν νέα στοιχεία. Για παράδειγμα, είμαστε λιγότερο αναλυτικοί όταν ακούμε ένα τραγούδι χωρίς να είμαστε προϊδεασμένοι, αλλά περισσότερο όταν πρέπει να το προσέξουμε: να αναλύσουμε τα κύματα ήχου του, να αποφασίσουμε για τη δομή του, ή σε ποιο είδος ανήκει. Οι αναλυτικές μέθοδοι είναι πολύτιμες σε ορισμένα πεδία δράσεως ή σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά στην περίπτωση των μύθων το μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης έγκειται στο ότι η προδιάθεση, ή η ψυχολογία, του αναλυτικού μυαλού ίσως να είναι διαμετρικώς αντίθετη με το θυμικό και την ψυχολογία των ανθρώπων που δημιούργησαν του μύθους.
Γνωρίζουμε πολύ λίγα γι’ αυτή την περίοδο και γι’ αυτό την ονομάζουμε «Σκοτεινή Εποχή». Όταν αυτή η εποχή τελειώνει, οι Ελληνικοί μύθοι και το Ελληνικό Πάνθεον έχουνε ήδη δημιουργηθεί. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, οι οποίοι είναι οι πρώτοι ποιητές του δικού μας πολιτισμού, μπορούνε να ιδωθούνε ως οι τελευταίοι ποιητές της δικής τους εποχής, η οποία πιθανώς να ήταν «η ποιητική εποχή» με μια ιδιοσυγκρασία πολύ διαφορετική από τη δική μας «αναλυτική εποχή». Η μυθολογική σκέψη (ή ποιητική σκέψη) αυτού του απόμακρου παρελθόντος ήτανε φανερά περισσότερο δημιουργική παρά αναλυτική. Για να είμαστε σίγουροι, οι περισσότερες θεωρίες αποδίδουν την δημιουργία των μύθων σε αυτήν ακριβώς την μυθολογική σκέψη. Οι ποιητές, μας είπανε, ήσαν μυθοποιοί. Βεβαίως οι ίδιοι οι ποιητές ισχυρίζονται κάτι άλλο: κατά τη δική τους αντίληψη έλαβαν τους μύθους εκ των άνω, από τους Θεούς ή από τις Μούσες. Αυτή η αρχαία ιδέα υπάρχει ακόμα και σήμερα και παραδοσιακά ταυτίζεται με την έμπνευση. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος εκείνης της απόμακρης εποχής φαίνεται να έχει «ζήσει στο μύθο», όπως είπε κάποτε ο Κερένυι, ο οποίος δεν αντιμετώπισε τους μύθους ― τις ιστορίες και το Πάνθεον ― ως εξωτερικό αντικείμενο μελέτης, αλλά ως κάτι που διέπει την εξωτερική και εσωτερική ανθρώπινη ζωή. Αντίθετα, τόσο οι ιστορικοί λόγοι όσο και η νοοτροπία μας, μάς έχουνε ωθήσει να υιοθετήσουμε μια εξωτερική θεώρηση των μύθων. Ενώ δηλαδή το «μυθολογικό μυαλό» έζησε τους μύθους εμείς γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα γι’ αυτούς. Είμαστε απλώς αξιολογητές ή κριτικοί, με την έννοια ότι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους σχολιάσουμε. Δεν έχουμε δημιουργήσει αυτούς τους μύθους και με το ζόρι μπορούμε να δημιουργήσουμε νέους.
Αν τον δούμε ως παράδειγμα, ο μυθολογικός άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφθεί αναλυτικά, ούτε και ο αναλυτικός άνθρωπος μπορεί να σκεφθεί μυθολογικά. Οι τρόποι της σκέψης τους είναι διαφορετικοί. Ο άνθρωπος που «έζησε τους μύθους» ήταν διαφορετικός από αυτόν που τους μελέτησε. Αυτή η διαφορά είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά ίσως θα μπορούσε να εικονογραφηθεί με το παρακάτω: πολλοί από εμάς δε γνωρίζουν ότι η γλώσσα, το μέτρο, η λογοτεχνική ιστορία, η λογοτεχνική ανάλυση και η λογοτεχνική κριτική μπορούν να μας διδάξουν ένα μάθημα. Εν τούτοις, αυτή η πολύτιμη γνώση έχει και την δύναμη να εμποδίσει βαθύτερες εμπειρίες με το να οδηγεί το μυαλό σε συγκεκριμένα μονοπάτια και να κλείνει άλλα. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τη μουσική, όπως είπα πιο πάνω, ή για έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα θεατρικό έργο ή μια κινηματογραφική ταινία. Έτσι, το πώς σκεφτόμαστε για τους μύθους, μπορεί να είναι πιο κρίσιμο από το τι σκεφτόμαστε γι’ αυτούς. Το να αντλήσουμε από τις πηγές, δηλαδή το να μάθουμε να διακρίνουμε, χωρίς να είμαστε προϊδεασμένοι για τους υπαινιγμούς και την σημασία των αρχαίων κειμένων, είναι σίγουρα πολύ πιο σημαντικό από το να αποδεχθούμε την τάδε ή δείνα θεωρία ερμηνείας.
Τι μέσα στους Ελληνικούς μύθους κάνει εντύπωση σε κάποιον που αρχίζει τώρα τη μελέτη τους ή απλώς έρχεται σε επαφή μαζί τους για πρώτη φορά;
Υπάρχουν πολλές απόψεις, αλλά, χωρίς να μας προκαλεί έκπληξη, οι περισσότεροι από εμάς έχουνε επηρεαστεί από τις προτιμήσεις των καιρών μας. Κατά την διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα, πολλοί προσδοκούσαν να αντλήσουν ηθικά διδάγματα από τους μύθους. Ο Σλήμαν ίσως ήταν η εξαίρεση στο κυρίως ρεύμα ή, να το θέσω διαφορετικά, τα εγκαίνια μιας νέας εποχής. Στον 20° αιώνα, μετά το ισχυρισμό του Φρόϋντ ότι ανακάλυψε το «Υποσυνείδητο», αποκτήσαμε την συνήθεια να συσχετίζουμε τους μύθους με αυτό και το βασίλειο των ονείρων, περισσότερο από ποτέ. Υπήρχανε ακόμα ηθικές διαστάσεις στο να πλέεις μέσα στο φροϋδικό ρεύμα, το οποίο συμπεριελάμβανε και άλλους συγγραφείς, όπως τον Κάρλ Γιουνγκ ή τον Πωλ Ντίελ. Αλλά οι ερωτήσεις που έλαβα όλα αυτά τα χρόνια οδηγούνε στο ότι έχουμε γίνει περισσότερο «αρχαιολογικοί» και «ιστορικοί». Δε μας ενδιαφέρουν τόσο πολύ τα ηθικά διδάγματα που ενδιέφεραν τους παππούδες μας. Κατά προτίμηση μας ενδιαφέρει περισσότερο να μάθουμε εάν κάτι όντως συνέβη και εάν μπορούμε να βρούμε υλικές αποδείξεις γι’ αυτό, που συνήθως σημαίνει αρχαιολογικές αποδείξεις. Αυτή είναι μια κάπως ακραία άποψη διερεύνησης των ηρωϊκών μύθων, αφού δεν μπορούν να βρεθούν υλικές αποδείξεις των θεϊκών μύθων, εκτός του ότι υπάγεται στις «πεποιθήσεις». Αυτή η δράση «απτής απόδειξη» οδηγεί επίσης στην αντίδραση: κύματα εικασιών, που δεν έχουνε βάση σε γεγονότα ή θεμέλια σε μύθους, ίσως ξεπεταχθούν χωρίς να τα περιμένουμε όπως, για παράδειγμα, οι θεωρίες σχετικώς με την βαλτική, ή αλλού, όπως λ.χ. οι υποτιθέμενες αφρικανικές ρίζες των Ελληνικών μύθων.
Εκτός από αυτό, πολλοί συνεχίζουν να φθάνουν στους μύθους μέσα από λογοτεχνικά μονοπάτια και οπτικές τέχνες, ή μέσω των ιστορικών αναγκών αυτών των τεχνών, αφού κάποιος μπορεί να παρατηρήσει, για παράδειγμα, ότι οι οπτικές τέχνες του 20ου αιώνα και της πρώτης δεκαετίας του 21ου βασίζονται πολύ λιγότερο στους μύθους από ότι οι τέχνες των προηγούμενων αιώνων. Από την αρχή της δεκαετίας του 1900 ή ακόμα και πιο πίσω, τα μυθολογικά θέματα εμπνεύσεως άρχισαν να ελαττώνονται στις οπτικές τέχνες, και οι μοντέρνοι καλλιτέχνες ενδιαφέρονταν για τους μύθους πολύ λιγότερο από όσο οι συνάδελφοί τους εκατό ή διακόσια έτη πριν.
Ανάμεσα σε αυτές τις προσεγγίσεις υπάρχουνε ακόμα άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την Θρησκεία των αρχαίων, είτε ατομικά είτε ομαδικά, κυρίως μέσα από οργανώσεις σε όλη τη Γη που δείχνουν να θέλουν να επαναφέρουν τις Παραδοσιακές Θρησκείες. Πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει ποιότητα σε αυτές τις κινήσεις; Βρίσκετε αυτές τις προσπάθειες σοβαρές ή απλώς ευκαιριακές που σιγά-σιγά θα ξεθωριάσουν;
Δε γνώριζα την ύπαρξη αυτών των ομάδων και οργανώσεων πριν την άφιξη του Διαδικτύου, αλλά όταν την έμαθα αυτό δεν μου προκάλεσε έκπληξη. Εν τέλει, για τους μακρινούς πρόγονούς μας οι μύθοι δεν ήσαν μία φαντασία, όπως για παράδειγμα είναι μια νουβέλα. Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτές τις κινήσεις και δεν μπορώ να κάνω σχόλια, αλλά ίσως μπορέσω να σκιαγραφήσω ορισμένα εμπόδια που συσχετίζονται με τη θρησκευτική προσέγγιση. Μάθαμε ότι οι πρόγονοί μας βρήκαν την σοφία του κόσμου στους στίχους ποιημάτων. Οι ιστορίες και το πάνθεον ήταν ιερά σε εκείνους με την έννοια ότι και τα δύο γαλούχησαν τα αισθήματά τους που συνήθως ορίζουμε ως θεολογική εμπειρία. Αλλά ο ποιητής δεν ήταν ιεροκήρυκας, όπως εμείς γνωρίζουμε. Το κήρυγμα δεν ήτανε απαραίτητο τότε. Όλα αποτελούσαν, όπως μας έχει διασωθεί, μια κυρίως προφορική παράδοση. Αργότερα, με την άφιξη της εγγράμματης εποχής, μερικά από αυτά τα ποιήματα σταχυολογήθηκαν και έτσι δημιουργήθηκαν έπη όπως η «Ιλιάδα». Η γραπτή όμως αφήγηση παρέμεινε ιερή μόνο στο μέτρο που δεν περιείχε συγκεκριμένες δοξασίες που έπρεπε να γίνουν δεκτές και να ακολουθηθούν, πέραν του ότι η πόλις σύντομα έμαθε να χρησιμοποιεί το Πάνθεον για τους δικούς της σκοπούς. Αυτό μπορούμε εύκολα να το δούμε.
Η Κλασική Εποχή βρήκε στην ευημερία και την ανάπτυξή της αρκετούς λόγους να είναι υπερήφανη για την κληρονομιά της. Κατά τον Περικλή, άξιζαν εγκώμια και στους άμεσους και στους παλαιότερους προγόνους για την μεγαλοπρεπή αυτοκρατορία που ο ίδιος και οι σύγχρονοι του απολάμβαναν. Ωστόσο, αυτή η ακμάζουσα περίοδος, που τόσοι πολλοί έχουνε συσχετίσει με το απόγειο της δόξας της Ελλάδος, είχε απλώς κληρονομήσει και όχι δημιουργήσει το πολιτισμικό κέντρισμα που της έδωσε αυτό το κλέος. Υπό αυτή την οπτική, ο Παρθενώνας, για παράδειγμα, είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής παράδοσης, και όχι το αντίθετο. Όταν κάποιος το σκέφτεται, φαίνεται προφανές, αλλά συχνά το ξεχνάμε. Έχουμε την τάση να ξεχνάμε ότι τα επιτεύγματα ενός πολιτισμού, και μάλιστα η ίδια η ύπαρξή του, βασίζονται στις πνευματικές κατακτήσεις, και αυτές οι κατακτήσεις εν τέλει προέρχονται από μύθους που περιγράφουν το «Götterwelt», ή αλλιώς το «Βασίλειο των Θεών».
Στους κλασικούς χρόνους υπήρχαν και οι τραγικοί ποιητές, οι οποίοι έχουν για εμάς τεράστια σημασία. Αλλά ο αρχέτυπος ποιητής είχε ήδη μετακινηθεί στα παρασκήνια. Σε μια αλλοτινή εποχή, η ποίηση εξέφρασε σύνεση και φρόνηση, και δεν υπήρχε άλλη σοφία εκτός από εκείνη που εκδηλωνόταν από τους ποιητές. Αργότερα, όταν ο ποιητής άφησε την σκηνή, η σοφία άρχισε να διαφαίνεται παντού, σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε αυτή την ενδιαφέρουσα τροπή των πραγμάτων, ο ποιητής έγινε γνωστός για το ότι «έλεγε ψέματα», και έτσι, αντί για στιχουργία αρχίσαμε να έχουμε διαφοροποίηση και πολυπληθείς γνώσεις. Σοφοί, πολιτικοί, φιλόσοφοι, ιστορικοί, ακόμα και επιστήμονες συμμετείχαν στις εξελίξεις, αντικαθιστώντας τον ποιητή στην αναζήτηση της σοφίας, εγκαινιάζοντας αυτό που θα ονομάζαμε «κοινότοπη εποχή». Εδώ χρησιμοποιώ τον όρο «κοινότοπη» απλώς με την έννοια ότι το ύφος ή η φρασεολογία της ποίησης σε γενικές γραμμές εγκαταλείφθηκε, και σιγά-σιγά υιοθετήθηκε η πεζογραφία.
Οι σοφοί και οι πολιτικοί αντιπροσωπεύουν την αλλαγή που επηρεάζει την δημόσια ζωή, η οποία εξελίσσεται από υπαίθρια σε αστική, από αποκεντρωμένη σε κεντρικοποιημένη. Οι χωρικοί κατά κάποιον τρόπο δημεύονται, προσαρτούνται, και τους θεσμούς τους τούς ιδιοποιείται μια κεντρική διοίκηση που περιστέλλει την ελευθερία, παράγει μοντέλα οπτικών τεχνών, θεσμοθετεί θρησκείες, θεσπίζει νόμους κλπ. Οι σοφοί, οι πολιτικοί, οι ιστορικοί και οι επιστήμονες ενδιαφέρονται γενικώς για την φυσική πραγματικότητα, ενώ οι φιλόσοφοι και οι ενδιαφερόμενοι για θεολογικά θέματα θεωρώ ότι έχουνε μια μεταφυσική κλίση, ωστόσο και οι δύο πλευρές προέρχονται από τους μύθους. Ο σοφός πολλές φορές φέρεται ως κάποιος που προσπαθεί να συντηρήσει την σοφία των ποιητών και την ίδια στιγμή να ενώσει στην καρδιά του και τις φιλοσοφικές και τις πολιτικές φιλοδοξίες. Αν κοιτάζουμε προσεκτικά, θα δούμε ότι οι σοφοί ήσαν κυρίως «τετραπέρατοι άνθρωποι με κατεύθυνση προς την θέσπιση νόμων», όπως πολύ γλαφυρά τους περιέγραψε ο Δικαίαρχος, ένας μαθητής τους Αριστοτέλους.
Από αυτά που έχουμε μάθει από τους μύθους, η Θρησκεία στην Ελλάδα βασιζόταν σε μια αίσθηση ιερότητας του κόσμου, που πηγάζει από την ποιοτική αντίληψη αυτού ακριβώς του κόσμου, ο οποίος θεωρείτο πανέμορφος και ουσιώδης. Με άλλα λόγια αυτή η αντίληψη συμπεριλάμβανε και αισθητικές και ηθικές διαστάσεις. Η ένταση και το βάθος των αισθημάτων που σχετίζονταν με εκείνη την αντίληψη διέφερε βεβαίως, όπως είναι φυσικό, διαμέσου των αιώνων, και έχουμε δει και την ένταση και το βάθος να μειώνεται όσο περνάει ο χρόνος. Η θεσμοθετημένη Θρησκεία ― η κατασκευή δαπανηρών μνημείων, η εγκόλπωση εξεζητημένης θεολογίας, μια λειτουργία, ε΄να φρόνημα και ένα σύνολο κανόνων, κλπ ― δεν αντιπροσωπεύει αναγκαστικά και αύξηση θρησκευτικότητας. Το αντίθετο ίσως. Η εμφάνιση μιας τέτοιας μεγαλόσχημης ανάπτυξης συνιστά πολλές φορές ξεπεσμό του θρησκευτικού αισθήματος. Ένα κενό ανοίγει στην καρδιά των ανθρώπων, το οποίο ελπίζει να γεμίσει η θεσμοθετημένη Θρησκεία, που έχει αντιληφθεί ότι αυτή η τρομακτική κενότητα της καρδιάς μπορεί να συντελέσει στην από-ϊεροποίηση του Κόσμου και στον τεμαχισμό του μυαλού, ήτοι, στο χάος, αν και μία απαισιόδοξη εκτίμηση βλέπει την θεσμοθετημένη Θρησκεία να εμποδίζει την αυθόρμητη ανάπτυξη του αυθεντικού θρησκευτικού συναισθήματος. Με μια αισιόδοξη εκτίμηση όμως, η θεσμοθετημένη Θρησκεία θα μπορούσε να συνεισφέρει στην διαφύλαξη εκείνου ακριβώς που παραμένει από παλαιά ζωντανό και κατά την εποχή της παρακμής. Σε τέτοιους καιρούς, η θεσμοθετημένη Θρησκεία μπορεί να ιδωθεί ως ένθερμος θεματοφύλακας μιας ξεθωριασμένης μνήμης, ενός υπερβατικού αισθήματος, αντιστεκόμενη στην χαοτική αποσύνθεση.
Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό των μύθων είναι η θεϊκή παρουσία. Αυτό είναι το θεμέλιο των μύθων. Οι Θεοί είναι παρόντες παντού, και στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο. Κάποιος θα μπορούσε να συναντήσει έναν Θεό, αν και μεταμφιεσμένο, ακόμα και μέσα στον φυσικό κόσμο. Και ο άνθρωπος εκείνων των μακρινών χρόνων δεν αισθανόταν αποκομμένος από εξωτερικές επιρροές. Διαποτιζόταν από τις δυνάμεις που τον αναζωογονούσαν και τις αντιλαμβανόταν ως φυσικές ενέργειες, οι οποίες τον εμπότιζαν όπως ο αέρας εισέρχεται στα πνευμόνια, όπως η ζέστη στο δέρμα, ο ήχος στο αυτί ή το φως στο μάτι. Δε βοηθάει να επιχειρηματολογούν σήμερα κάποιοι στο ότι αυτό ήταν απλώς μια ψυχολογική πραγματικότητα αφού δεν μπορούν να γνωρίζουν τι βιώματα είχαν οι δημιουργοί τέτοιων προχωρημένων απόψεων για τους Θεούς. Ακόμα και ο Νίτσε το γνωρίζει αυτό επαρκώς όταν γράφει, στο βιβλίο του «Ανθρώπινο, Πολύ Ανθρώπινο» πως «ακόμα και στα όνειρα δεν βιώνουμε ότι οι παλαιοί άνθρωποι βλέπανε όταν ήσαν ξύπνιοι».
Σήμερα η αίσθηση της θεϊκής παρουσίας δεν έχει να κάνει με θεολογικές συζητήσεις, ερμηνείες, δοξασίες ή εικασίες σχετικά με τους Θεούς. Πιθανώς να μην έχει να κάνει και με πίστεις ή αρχές. Ωστόσο ακούγοντας για την «παλινόρθωση» της Αρχαίας Θρησκείας κάποιος αναπόφευκτα θυμάται τον Ιουλιανό ή τον Σαλλούστιο, οι προσπάθειες των οποίων ήταν κυρίως θεωρητικές και ερμηνευτικές. Τόσο ο αυτοκράτορας όσο και ο φιλόσοφος φίλος του ήσαν παιδιά μιας νεότερης εποχής, ήδη απομακρυσμένης από την ποιητική εποχή της οποίας το νόημα προσπάθησα να περιγράφω λίγο πιο πάνω. Ο όρος «παλινόρθωση» επίσης παραπέμπει σε κάτι που έχει ήδη προηγουμένως κατασκευαστεί για να στέκει. Και εδώ γεννάται το σοβαρό ερώτημα εάν ήσαν ποτέ οι μύθοι κατασκευασμένοι, συναρμολογημένοι κομμάτι-κομμάτι, ωσάν ένα κτίριο; Ή μήπως αναπτύχθηκαν σιγά-σιγά, όπως τα όργανα και τα μέλη μας, ή όπως η ομιλία μας, η αίσθηση του ρυθμού μας και άλλες λειτουργίες του μυαλού; Ο Schelling, ο Γερμανός φιλόσοφος, υπογράμμισε ότι η Μυθολογία δεν μπορεί να δημιουργηθεί τεχνητά με ορθολογικές διαδικασίες. Πώς δημιουργείται τότε αν όχι κομμάτι-κομμάτι; Διότι αν ο Schelling έχει δίκιο, ίσως θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι χάσαμε τις απαράμιλλες ποιητικές δυνατότητες που έκαναν τους μύθους εφικτούς στο παρελθόν. Για κάποιους αυτό θα ήταν μια πολύ οδυνηρή συνειδητοποίηση, σχεδόν σαν να έχαναν την όραση ή την ακοή τους.
Έχω περιγράψει τις υποκειμενικές δυσκολίες που ένας παλινορθωτής μπορεί να συναντήσει, όπως η νοοτροπία μας, η οποία σίγουρα διαφέρει από εκείνη των μακρινών προγόνων μας: λιγότερο ποιητική, λιγότερο ενωτική, περισσότερο διασκορπισμένη κλπ. Αλλά τα βασικά θέματα, αυτά που πρέπει να επιλαμβάνονται από τις θρησκευτικές μας ευχέρειες, παραμένουν άλυτα. Ο άνθρωπος δεν έχει μάθει ακόμα να αντιμετωπίζει τον εαυτό του, τους συνανθρώπους του, και τις δυνάμεις που διαποτίζουν τον κόσμο. Αυτή η άγνοια φανερώνει ένα κενό στην ανθρώπινη καρδιά παρά στον ανθρώπινο νου, και δεν μπορούμε να περιμένουμε τις φυσικές επιστήμες να το αναπληρώσουν. Αντιθέτως, η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν ενθαρρύνει στον άνθρωπο σε μια βέβηλη λατρεία του εαυτού του και τον μεταμόρφωσαν σε «μαθητευόμενο μάγο» του οποίου η κορωνίδα είναι η κατασκευή της ατομικής βόμβας. Οι χριστιανικές Εκκλησίες απέτυχαν να κλείσουν αυτό το κενό, η κατάσταση του πολιτισμού και της κουλτούρας αποδεικνύει ότι όντως έχουν αποτύχει: οι κοσμικοί απερίφραστα τις καταγγέλλουν για απάτη και πολλοί από τους πιστούς τους τις βλέπουνε ως ανάξιες της πίστης που οι ίδιες διακηρύσσουν. Το κενό στην καρδιά παραμένει. Αν θα αναπληρωθεί από τις κινήσεις που ανέφερες είναι δύσκολο να πούμε.
Βρίσκετε σε αυτή την «αναλυτική εποχή» ότι υπάρχει χώρος για τη Φιλοσοφία; Ή είναι αυτή μια «πολυτέλεια του μυαλού» που δεν μπορεί να δώσει λύσεις; Ακόμη και τα νόημα του όρου «φιλοσοφία» φαίνεται να έχει ξεφτίσει, ή να χρησιμοποιείται κυρίως για οικονομικά μοντέλα. Για παράδειγμα ακούμε ανθρώπους να λένε «η φιλοσοφία της εταιρίας μας είναι η τάδε».
Η «αναλυτική εποχή» ή η «ποιητική εποχή» είναι εκφράσεις που περιγράφουνε καταστάσεις του μυαλού ή διανοητικές αρχιτεκτονικές. Ίσως τις συσχετίσουμε με ιστορικές πραγματικότητες, αφού αυτές αναγνωρίζονται από τις καταστάσεις του μυαλού, αλλά δεν είναι ιστορικές εποχές με την πραγματική σημασία του όρου. Οι φιλοσοφικές ερωτήσεις συνήθως απαιτούνε αναλυτικές πληροφορίες και έτσι δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της φιλοσοφίας και της ανάλυσης. Αν συγκριθεί με την εμπειρία, η ανάλυση είναι πλασματική διαδικασία, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να βελτιώσει την αντίληψή μας. Όταν όμως συναντάμε την ποίηση ή άλλες τέχνες, ίσως να θέλουμε να τις αντιμετωπίσουμε με όσο το δυνατόν λιγότερη μελέτη γίνεται. Ίσως να πρέπει να είμαστε τόσο ενορατικοί όσο ήταν και οι ίδιοι οι δημιουργοί τους όταν τις δημιούργησαν. Έτσι θα μπορέσουμε να ωφεληθούμε από αυτές. Ο Όμηρος δεν δημιούργησε την ποίησή του για να την αρχειοθετήσουμε απλώς ως «επική ποίηση». Κανένας ποιητής δεν το έκανε.
Ο Όμηρος ο ίδιος (αν υπήρξε ποτέ ένα και μοναδικό πρόσωπο) ποτέ δε θα φανταζότανε ότι κάποια μέρα θα ονομάζαμε το ποιητικό βασίλειό του «Ομηρικά Έπη» και ότι θα έπρεπε να ικανοποιηθεί με αυτό. Τέτοιοι όροι αποτελούνε αναλυτική φαντασία, χρήσιμη για κάποιους σκοπούς, αλλά άχρηστη για άλλες συσχετίσεις. Μάθαμε ότι φιλοσοφία είναι «ο έρωτας για την σοφία». Με αυτή τη φράση κατανοούμε ότι το καθήκον του φιλόσοφου είναι η αναζήτηση της σοφίας, ήτοι η επιθυμία να αποκτήσει σοφία και να την καταπιεί, όπως ο Ζευς κατάπιε τη Μήτιδα. Έχουμε μάθει επίσης ότι ένας άλλος χαρακτήρας, ο σοφός, κυριάρχησε πριν την εμφάνιση του φιλόσοφου. Αλλά εν αντιθέσει με το φιλόσοφο, ο σοφός δε χρειάστηκε να αναζητήσει τη σοφία. Ήταν ήδη σοφός, ή τουλάχιστον έτσι δεικνύει το όνομά του. Στην Ελλάδα, έχουμε μάθει, ότι υπήρχαν επτά σοφοί. Το επτά είναι σχήμα λόγου, ή ένας μαγικός αριθμός, αφού υπήρχαν τουλάχιστον ένδεκα «Εφτά Σοφοί». Ο Πλούταρχος μας λέει ότι σχεδόν όλοι είχανε αυτήν την φήμη επειδή ήσαν «άριστοι στον γραπτό και προφορικό λόγο». Το άριστοι βεβαίως είναι και εδώ σχήμα λόγου· μερικοί στην πολιτική σφαίρα χαρακτηρίζονταν τύραννοι. Εν πάση περιπτώσει, αυτοί οι σοφοί ακμάσανε κάποτε, όπως ωριμάζουνε τα φρούτα εποχής, και γρήγορα εξαφανίστηκαν. Εκτός από τη νομοθεσία τους, μας άφησαν ανάλεκτα ανεκδότων και διδαγμάτων, μια επιτομή δηλαδή σοφίας που περιλαμβάνει και τα περίφημα Δελφικά Αποφθέγματα.
Από πού όμως ξεπήδησε αυτή η ιδέα του να είναι κάποιος σοφός, ή του να αναζητεί την σοφία; Η απάντηση είναι «από τον ποιητή». Ή, για να είναι πιο ακριβείς, από την αντίληψη που είχανε οι άνθρωποι για τον ποιητή. Ο ποιητής θεωρείτο προκαταβολικά σοφός. Γιατί; Σίγουρα όχι για το επίπεδο σπουδών του, αλλά μάλλον επειδή η ποίησή του αποκάλυπτε το Σύμπαν, εικόνες του Κόσμου που ήσαν σημαντικές. Έθετε ερωτήσεις όπως: ποια είναι η φύση του Κόσμου που ζούμε; πώς προέκυψε; πώς τον ερμηνεύουμε; ποια η σχέση του Κόσμου και του νου; Αυτές οι ερωτήσεις ήσαν συνυφασμένες με μυθολογικές ιστορίες και οράματα, που οι άνθρωποι τις εξηγούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε το αποτέλεσμά τους ήταν εκείνο που αργότερα έγινε γνωστό ως Ελληνικός Πολιτισμός, μια εντυπωσιακή ανάπτυξη τεχνών και γραμμάτων που φανέρωσε τη δύναμη του οράματος του ποιητή.
Αν παραδεχτούμε λοιπόν ότι οι ποιητής ήταν σοφός, τι μπορούμε να πούμε άραγε για το ακροατήριο του; Γιατί άραγε οι ακροατές κάποιας «σκοτεινής εποχής» εκθαμβώθηκαν από ταν οράματά του και τι είδους «σκοτεινότητα» ήτανε εκείνη; Σίγουρα όχι η σκοτεινότητα ενός πρωτόγονου μυαλού, διότι ένα τέτοιο μυαλό δεν βρίσκει νόημα στην σοφία. Αντιθέτως, πρέπει να υποθέσουμε ότι το προ-αρχαϊκό ακροατήριο αντιλαμβανόταν πολύ περισσότερα πράγματα από τους σύγχρονους ανθρώπους. Αυτό είναι δύσκολο να κατανοηθεί εάν πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι συνεχώς εξελίσσονται προς το πάνω. Αλλά αυτό όμως δεν ισχύει. Στον πέμπτο αιώνα οι Αθηναίοι απολάμβαναν το πνευματικό δράμα που είχαν δημιουργήσει οι τραγικοί ποιητές. Ωστόσο μέχρι τους αυτοκρατορικούς χρόνους τα πράγματα είχαν αλλάξει τόσο πολύ ώστε είχε γίνει πια δυνατόν να ικανοποιούνται τα ένστικτα των πληβείων με τη ματαιότητα και την απανθρωπιά του ρωμαϊκού αμφιθέατρου.
Οι ποιητής είχε δημιουργήσει τον ιδανικό κόσμο, όπου το μυαλό μπορούσε να ξεκουραστεί, να ξεφύγει από την πραγματικότητα και να ανανεώσει τη ζωντάνια του. Και όταν λέμε ιδανικό, δεν εννοούμε βεβαίως εξωπραγματικό: ο κόσμος του ποιητή λειτούργησε ως ένα μοντέλο για τον πραγματικό κόσμο. Επιπλέον ο κόσμος του ποιητή δε θεωρείτο μια επίπλαστη κατασκευή, αλλά ένας κόσμος πέρα για πέρα οργανικός. Ποιος του έδωσε οδηγίες; Κανείς δεν απάντησε σε αυτά εκτός από τον ίδιο τον ποιητή: «είμαι αυτοδίδακτος» βρίσκουμε την αποστομωτική απάντηση μέσα στην Οδύσσεια («αὐτοδίδακτος δ᾽εἰμί, Θεὸς δέ μοι εν φρεσὶν οίμας παντοίας ενέφυσεν…»).
Σε κάθε περίπτωση, οι ποιητής βελτίωσε τη ζωή και την εμπειρία του μυαλού, και μέσω αυτού τον κόσμο τον ίδιο, διότι το μυαλό και ο κόσμος καθρεφτίζουν ο ένας τον άλλον. Στον κόσμο του δεν υπήρχαν δόγματα. Από όσα γνωρίζουμε, ο ποιητής ποτέ δε δίδασκε ή κήρυσσε τη σοφία. Ποτέ δεν έδωσε συμβουλές. Ποτέ δεν είπε σε κάποιον «Γνώθι σαυτόν». Ποτέ δεν έφυγε προς αναζήτηση της σοφίας. Μολαταύτα είναι μέσω του είδους και του περιεχομένου της ποίησής του από τα οποία απέκτησε ο ίδιος την φήμη της σοφίας. Ακόμα και το 19° αιώνα ο George Meredith έλεγε «ό,τι είναι για εμάς τα ζώα, αυτό είμαστε και εμείς για τους ποιητές» δείχνοντας ότι η σοφία απαιτεί μία ανώτερη τάξη ανθρωπότητας, σχεδόν ένα διαφορετικό είδος. Το παλαιό γνωμικό «ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται» γνωστοποιεί ότι η σοφία δεν μπορεί να αποκτηθεί κομμάτι-κομμάτι, δεν μπορεί να «φτιαχτεί». Κατά το μάλλον, η σοφία έχει μερίδιο στην δημιουργία, το οποίο φαίνεται, με αυτόν τον τρόπο, στην αναπαραγωγή. Η σοφία μεγαλώνει σαν ένα παιδί μέσα στον πλακούντα, μέσα στην μνήμη και τις άλλες λειτουργίες του νου. Η γνώση, ωστόσο, «γίνεται», κατασκευάζεται, ή αυξάνεται βαθμιαίως. Από τα χαρακτηριστικά και των δύο πρέπει να συμπεράνουμε ότι η γνώση φτιάχνει ή κατασκευάζει, ενώ η σοφία δημιουργεί.
Βεβαίως ακόμα και η δημιουργικότητα είναι σήμερα «καραμέλα». Όπως προείπες, το νόημα των λέξεων διαβρώνεται. Μύθος κατάντησε να σημαίνει ψέμα ή παρερμηνεία, και η φιλοσοφία συχνά αντιπροσωπεύει έναν στοιχειώδη κανόνα που μπορεί να εφαρμοστεί στα πάντα, όσο πιο πολύ και όσο πιο συχνά θέλουμε. Έχει περάσει καιρός από τότε που ο καθηγητής φιλοσοφίας ανέβηκε στη σκηνή για να παίξει το ρόλο του φαντάσματος του πραγματικού φιλόσοφου, και αρκετός καιρός από τότε που η φιλοσοφία έχει γίνει μικροσκοπικά μόρια, σκόνη επάνω στην σκηνή. Ακόμα και σε αυτό έχει αποτύχει το μυαλό μας.
Όσο σκεπτόμαστε αυτά τα επεισόδια της εποποιίας της σοφίας, ίσως προσέξουμε ότι αναζητώντας την, ευχόμενοι να είμαστε σοφοί, είναι το ίδιο με το να θέλουμε να μοιρασθούμε το όραμα του ποιητή. Με άλλα λόγια, εκείνο που ο φιλόσοφος πιο πρόσφατα επιθύμησε με το να θέλει να είναι σοφός, ήταν απλώς το να γίνει σαν τον ποιητή. Ο φιλόσοφος δε γνώρισε άλλους ανθρώπους με τέτοια σοφία. Αυτή η καλοήθης ζήλεια, που συνήθως την αποκαλούμε θαυμασμό, είναι ευδιάκριτη, μεταξύ των άλλων, στον Schelling, τον Γερμανό φιλόσοφο, όταν ευτυχισμένος δηλώνει ότι «όχι μόνο ο ποιητής, αλλά και ο φιλόσοφος βρίσκεται σε έκταση» παραδεχόμενος, με χαμηλούς τόνους, ότι οι ορθολογιστές σπανίως παράγουν διορατικότητα, πόσο μάλλον τους κόσμους, που παράγει το διαισθητικό μυαλό του ποιητή.
Από την αρχαιότητα υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα στην γλώσσα του φιλόσοφου (λόγος, στοχεύοντας στη διανοητική ευκρίνεια και σχολαστικότητα) και στη γλώσσα του ποιητή (μύθος), την οποία οι φιλόσοφοι αντιμετώπισαν ως ασαφή και έμμεση. Ο λόγος και ο μύθος αντιπροσωπεύουν διαφορετικές διανοητικές αρχιτεκτονικές, ή εποχές του μυαλού. Είναι διαφορετικές «ρυθμίσεις». Αλλά ό,τι και να σκεφτόμαστε, δεν μπορούμε επαρκώς να αναγνωρίσουμε το χρέος μας προς τον φιλόσοφο. Προς τον Πλάτωνα, που μας έδειξε ότι δεν είμαστε σοφοί. Προς τον Αριστοτέλη, που μας θύμισε ότι η σοφία δεν είναι γνώση, αλλά ένα είδος αγαθού. Προς τον Επίκτητο, για τα μαθήματα ελευθερίας και αναγκαιότητας. Και προς πολλούς άλλους, αρχαίους και σύγχρονους. Θα ήταν τεράστιο σφάλμα να θεωρήσουμε την ποίηση ή την φιλοσοφία ως «πολυτέλειες του μυαλού». Και οι δύο βελτιώνουν την εμπειρία μας για τον κόσμο. Και αυτή η βελτίωση, που δεν έχει καμία σχέση με πολυτέλεια, είναι ζωτικής σημασίας για τις ανθρώπινες ανάγκες. Είναι αναγκαία για να καλυτερεύσουμε την ανθρωπιά μας και να μειώσουμε τα ζωώδη ένστικτά μας. Σίγουρα ακόμα και τα ζώα δεν ζούνε μόνο με φαγητό. Το τελευταίο είναι βεβαίως αναγκαίο, όπως και η αναπνοή. Ωστόσο η βιομηχανοποιημένη εποχή μας σιγά-σιγά τα έκανε και τα δύο πολυτέλειες. Αρνείται τον άρτο σε κάποιους και την ανάσα («πολυτέλεια του μυαλού») σε άλλους. Και εξευτελιστικά εξαγγέλλει τα καινούργια της λογισμικά και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, αντί της ανθρωπότητας, πρέπει να αποφασίζουνε για ζωτικά ζητήματα. Αλλά οι ανθρώπινες λύσεις είναι πολύ διαφορετικές από της μηχανικές λύσεις. Η μηχανικές λειτουργίες είναι αυτές που κάποτε ορίζαμε ως «κτηνώδεις», «αρχέγονες» ή «βαρβαρικές», εν αντιθέσει με τις ανθρώπινες, τις πολιτισμένες, τις πνευματικές.
Ο ποιητής και ο φιλόσοφος έχουνε λοιπόν μετακινηθεί στα παρασκήνια, αλλά το έργο δεν τελείωσε ακόμη: ίσως επιστρέψουν. Αλλιώς κάποιοι νέοι χαρακτήρες, με διανοητικές ικανότητες άγνωστες σε εμάς, ίσως ανέβουν στην σκηνή για να πολεμήσουν την ελαττωματική σκέψη και την βασική παρανόηση που ε΄κανε την βιομηχανοποιημένη εποχή δυνατή.
Πιστεύετε ότι μελλοντικές κινήσεις (περιβαλλοντικές, κοινωνικές, πολιτικές, ή άλλες ικανές να αλλάξουν τον ρουν της Ιστορίας) θα μπορούσαν να βρουν στην αρχαία γνώση, σπουδές και πολιτισμό μία μείζονα πηγή δύναμης ώστε να ενισχύσουν την βάση στην οποία στέκονται;
Αν με τον όρο «αρχαίος πολιτισμός» εννοείς τη σοφία του κόσμου, τότε η απάντηση είναι «ναι». Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την αλλαγή Ιστορίας ή με μια νέα, καλύτερη, πορεία. Ο ποιητής Charles Péguy έγραψε ότι ο Όμηρος είναι καινούργιος, πρωινός, και τίποτα δεν είναι τόσο παλαιό όσο μια σημερινή εφημερίδα. Πρόσεξε ότι ο Péguy είχε αυτή τη σκέψη το πρωί, δηλαδή μια άχρονη στιγμή. Το επόμενο πρωινό θα είναι επίσης το σημερινό πρωινό. Αυτές οι λέξεις εκφράζουνε τι αισθάνθηκε ο Péguy ενώ διάβαζε Όμηρο. Την αμετάβλητη φύση του κόσμου. Αν οι μύθοι είχαν περιγράψει καταστάσεις μόνο ακροθιγώς, θα είχαν ξεχαστεί εδώ και καιρό. Ένας δικαστής ίσως αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα, αλλά η Δίκη ποτέ. Κάτω από τον μανδύα της η Έρις παραμένει η ίδια, και παρά τις μεταμορφώσεις τους ο Έρως, η Ανάγκη, ο Θάνατος λειτουργούνε κατά το δαίμονά τους. Η αναζήτηση βρίσκει νέα δεδομένα ημέρα με την ημέρα, αλλά όπως ο κλασικός Johann Voss λέει σε ένα επίγραμμά του, το στωμύλο βιβλίο σου σού διδάσκει πολλά νέα και αληθινά πράγματα. Μακάρι να ήτανε τα νέα αληθινά και τα αληθινά νέα.
Οπότε όταν σκεφτόμαστε να αλλάξουμε την Ιστορία μπορούμε επίσης να δούμε και το βιογραφικό της: ποια δηλαδή είναι τα προσόντα της; ποιες οι αποδόσεις της; έχει, για παράδειγμα, ποτέ φέρει Δικαιοσύνη ή Ειρήνη; ποιες είναι οι προγούμενές της εμπειρίες; Και τότα μπορούμε επίσης να ρωτήσουμε: μπορούνε οι άνθρωποι να την κυβερνήσουν; να της δώσουν οδηγίες για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει; Ή μήπως τελικά τους άρχει αυτή και τους εκπλήσσει κάθε φορά; Πρέπει να ελπίζουμε, διότι η ελπίδα δόθηκε σε εμάς μέσα σε ένα κουτί. Ωστόσο η Ιστορία δεν είναι επιδεκτική. Ούτε ο υπάκουος υπηρέτης μας, αντίθετα θα έλεγα ότι μας εξουσιάζει σαν κάποιου είδους δεσπότης που κρατάει ένα μαστίγιο. Σαν την ερμηνεία του Βιργίλου για την Τισιφόνη, την αιματοβαμμένη Ερινύα που φυλάει την είσοδο του Τάρταρου. Οι εικονικές τέχνες έχουν επίσης απεικονίσει την Ιστορία σαν μια επιμελή γυναίκα που κρατάει ένα βαρύ βιβλίο στα χέρια της. Αυτό είναι μια αλληγορία στη μελέτη της Ιστορίας, σαν να την γράφει η ίδια. Αλλά ακόμα πιο πιστή απεικόνιση μου φαίνεται ότι είναι ένα σχέδιο του Fabio Canal, ενός καλλιτέχνη του 18ου αιώνα. Η Ιστορία, ως φτερωτή νεράιδα, φαίνεται να φέρει στην πλάτη της το βαρύ φορτίο ενός καταβεβλημένου ανδρός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αγγελική ομορφιά της αντιδιαστέλλεται με τα έργα της, αλλά σίγουρα ο καλλιτέχνης επιθύμησε να εκθέσει την σαγηνευτική δύναμή της.
Όπως μαθαίνουμε από τον Ησίοδο η ιστορία επαναλαμβάνεται. Γεγονότα συμβαίνουν υπό καθορισμένες ανάγκες και συνθήκες κάποιας Εποχής. Με λίγα λόγια, σημαντικά γεγονότα δε θα μπορούσαν να είναι φαύλα στον Χρυσό Αιώνα, ούτε αγαθά στην Εποχή του Σιδήρου. Οι μύθοι είναι και αυτοί κυκλικοί: «Από τους οιωνούς στις αρχαίες ιστορίες», λέει ο ξένος στον «Πολιτικό» του Πλάτωνος, «πολλοί συνέβηκαν και θα συμβούν ξανά». Ίσως ήδη να συνέβησαν αυτό το πρωινό που μιλάμε.
Κύριε Παράντα, πώς φαντάζεστε την Γη ή πιο συγκεκριμένα την Ευρώπη, μετά από τρεις ή τέσσερις δεκαετίες; Νομίζετε ότι θα είναι ένας κόσμος που θα μπορούμε τουλάχιστον να ζούμε με σωφροσύνη, σεβόμενοι τις διαφορές μεταξύ εθνών, ιδεολογιών και θρησκειών, ή την οποία άλλη διαφορετικότητα; Νομίζετε ότι ένας τέτοιος κόσμος είναι δυνατόν να υπάρξει; Ή μήπως είναι η Μοίρα (ή το Πεπρωμένο) μας να μην μπορούμε να αποδράσουμε από την αρχέγονη κατάσταση και τις διαμάχες που φέρει ο άνθρωπος ανέκαθεν, παρά τη λάμψη της αρχαιότητος, όπου, τουλάχιστον για λίγο, φτάσαμε σε υψηλά επίπεδα Φιλοσοφίας, Επιστήμης και Θεολογίας;
Οπωσδήποτε κάποιες ιδέες έχουν αμαυρωθεί. Η Μοίρα (αν είχε ποτέ καλό όνομα) είναι μία από αυτές. Ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει να αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο. Κινείται με μεγάλη ταχύτητα σε μια εθνική οδό προσπαθώντας να φτάσει το φως που βλέπει στον ορίζοντα. Αυτό το φως είναι ο σκοπός του ταξιδιού του, αλλά σαν τον ορίζοντα, όσο πιο πολύ πλησιάζει αυτό τραβιέται. Είναι μια πολύ μακριά εθνική οδός. Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, δεν έχει τέλος και ανήκει στον Χρόνο. Αυτός ο άνθρωπος εμπιστεύεται την έμπροσθεν κίνηση στο χρόνο, διότι εμπρός του βλέπει φως ενώ πίσω του βλέπει σκοτάδι και αμάθεια από τον καθρέπτη. Συνεχώς ανακαλύπτει νέα τοπία στο ταξίδι του και ως αποτέλεσμα αυτών των ανακαλύψεων τα πάντα μοιάζουν να βελτιώνονται.
Φαντάζεται τον εαυτό του σε αρμονία με παγκόσμιους νόμους βελτίωσης, και έχει μάθει ότι τα πράγματα βελτιώνονται με τον χρόνο. Σε κάποια στιγμή τα πάντα έχουνε αναβαθμιστεί: τα είδη ζώων και φυτών, η ιδιοσυγκρασία της Κυρίας Ιστορίας και βεβαίως ο ίδιος ο άνθρωπος. Κάθε ημέρα βρίσκει αποδείξεις της αέναης καλυτέρευσης με κάθε τεχνολογικό κατόρθωμα, συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρικών συσκευών στο σπίτι σου. Είναι υπερήφανος γι’ αυτές και τον γεμίζουνε με μια αίσθηση ανωτερότητας. Γνωρίζει ότι οι αρχαίοι δεν είχανε την τεχνολογία που αυτός σήμερα απολαμβάνει. Δεν είχανε για παράδειγμα ηλεκτρισμό. Έτσι δεν μας εκπλήσσει η αντιμετώπιση που έχει για τους μύθος: τι μπορούν να μας πούμε οι αρχαίες «ιστοριούλες» και η φιλοσοφία σε εμάς που έχουμε πατήσει στο φεγγάρι; τι μπορούν να διδάξουν σε κάποιον που μπορεί να ανατινάξει όλον τον κόσμο αν το θελήσει;
Το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ένας τέτοιος άνθρωπος ήδη έχει αποφασίσει τη θέση του στον Κόσμο: απαιτεί να είναι ο κυρίαρχος! Και σύντομα θα μαζέψει τα σύννεφα στον ουρανό και θα κάνει ό,τι θελήσει. Πιστεύει ότι τώρα σχεδόν αγγίζει τη γενειάδα του Διός. Η δύναμη που έχει αποκτήσει αποδεικνύει το πλεονέκτημά του να τρέχει στην εθνική οδό. Είναι μια εθνική οδός που οδηγεί στην διαφώτισή του και έτσι την περιγράφει με προσφυείς όρους: πρόοδος, εξέλιξη, ανάπτυξη, αύξηση. Πρόσφατα όμως ένιωσε κάποιες ανησυχίες. Ίσως οι ισχυρές συσκευές του καταστρέφουνε τον πλανήτη, ή τον εαυτό του. Ίσως, ναι. Αλλά είναι σίγουρος ότι η ίδια μέθοδος που δημιουργεί τα προβλήματα μπορεί επίσης να τα λύσει. Δεν είναι πια ο μαθητευόμενος μάγος. Όχι, έχει αποφοιτήσει. Έχει πάρει και το μεταπτυχιακό του. Είναι πλέον ο διδάσκαλος μάγος. Ποτέ πριν δεν είχε συσσωρεύσει τόσο πολλή γνώση. Έτσι θα μπορέσει να διορθώσει ότι έχει χαλάσει, χρησιμοποιώντας όμως την ίδια γνώση και τις ίδιες τεχνικές, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Βεβαίως η ίδια η έρευνα που κάνει τού έχει αποδείξει, επανειλημμένως, πόσο λάθος είναι. Σίγουρα μπορεί από τον καθρέπτη να δει το μαύρο σκοτάδι πίσω του. Αλλά αυτό αποδεικνύει ότι στην ουσία είναι σωστός: τα πάντα φαίνονται πιο καθαρά όπως πλησιάζει. Έτσι, όσο πιο γρήγορα κινείται τόσο το καλύτερο. Βλέπει σκότος και αμάθεια στην αντίθετη πλευρά: ζούνε στο παρελθόν. Αλλά το μέλλον είναι γι’ αυτόν ασυζητητί φωτεινό και διαφωτιστικό. Ο ίδιος εκτιμά ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο.
Αναμφιβόλως η αρχαιότητα είχε άλλη κοσμοθέαση. Και όπως είπα, αυτή ήταν κυκλική. Δεν υπήρχε ευθεία λεωφόρος, αλλά ένα κυκλικό, επαναλαμβανόμενο μονοπάτι. Ως αποτέλεσμα τίποτα δεν ήταν καινούργιο. Για τους αρχαίους, ο Όλυμπος είναι πάντοτε φωτεινός. Το γαλάζιο του ουρανού και το χρυσό ταιριάζουν απολύτως στους ευτυχισμένους αθανάτους. Όμως τι γίνεται με τους αξιολύπητους θνητούς; αυτούς που είναι σαν τα φύλλα; μπορούν να χρωματιστούν με την ίδια φυσική χρωμάτωση, με το να προσαρμόσουμε λίγο το μείγμα;
Μερικοί λόγιοι ονομάσανε τον Ησίοδο «ιδιοσυγκρασιακά αρνητικό», «απαισιόδοξο» και άλλα. Για να καταλάβουμε τι εννοούν πρέπει να διαβάσουμε την περιγραφή του ποιητή για την Εποχή του Σιδήρου (ή φυλή, όπως λέει). Για τον Ησίοδο δεν είναι αρκετό να αποφασίσει εάν η Εποχή του Σιδήρου είναι κακή. Στο κάτω-κάτω και η Χάλκινη φυλή ήταν επίσης κακή: μια φιλοπόλεμη φυλή. Αλλά ενώ η αφετηρία και το τέλος της Εποχής του Χαλκού είναι τα ίδια (η Εποχή του Χαλκού ποτέ δεν αλλάζει ή εξελίσσεται), η Εποχή του Σιδήρου γίνεται χειρότερη όσο περνάει ο καιρός. Έτσι ο Ησίοδος μιλάει με μελλοντικό χρόνο: «οι φαύλοι θα πληγώσουν τους άξιους… οι άνθρωποι θα εξυμνήσουν τους αχρείους». Όπως γνωρίζουμε, οι Θεοί απαρνηθήκαν το ανθρώπινο είδος. Η Αστασία (Δικαιοσύνη) για παράδειγμα, θεωρείται ότι είχε αφήσει τον κόσμο όταν άρχισε η Εποχή του Χαλκού.
|
Diipetés (τεύχος # 72, 2010).
|
|
Αλλά ο καιρός που έζησε ο Ησίοδος ήταν αρκετά άνομος: επιθυμεί ο Ησίοδος ή να είχε πεθάνει πριν από αυτόν, ή να είχε γεννηθεί μετά. Αυτή η λέξη «μετά», είναι σημαντική. Λέγοντάς της ο Ησίοδος, πρέπει να εννοεί κάτι καλύτερο από την Εποχή του Σιδήρου. Διαφορετικά γιατί να είχε επιθυμήσει να ζήσει σε ένα άλλο μέλλον; Ίσως να είχε την πεποίθηση ότι η Εποχή του Χρυσού θα ερχότανε πάλι μετά την Εποχή του Σιδήρου. Αν μπορούμε να βρούμε λίγη αισιοδοξία στις απόψεις του, αυτή είναι. Η κυκλική κοσμοθέαση βασίζεται σε επαναλήψεις, ενώ η μοντέρνα ― είτε κοσμική, είτε αβρααμική ― βασίζεται σε γραμμική σύλληψη του χρόνου.
Η Παλιγγενεσία ― η ιδέα της αναγέννησης ― βρίσκεται επίσης, για παράδειγμα, στον Πλάτωνα και στον Βιργίλιο. Ο Βιργίλιος έχει επίσης πολλά να πει γι’ αυτήν την εποχή. Κατηγορεί τον Θεό Δία για τις ατέλειες του κόσμου και για το ότι εκθρόνισε τον πατέρα του, τον κοσμοκράτορα της Εποχής του Χρυσού. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς εξήγησαν το πώς ο μόχθος αυξάνεται όταν εισάγονται νέες τεχνολογίες. Μεταξύ άλλων ανέφεραν την πλοήγηση, την εξόρυξη, και βεβαίως την τέχνη του πολέμου που είναι το βασικό κίνητρο για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, μαζί με τον «έρωτα για το χρυσάφι». Το εμπόριο και οι αποικισμοί καταδικάζονται εξίσου. Εν τω μεταξύ οι πνευματικές ποιότητες του ανθρώπου, λένε, θα μειώνονται αναπόφευκτα. Με τα σημερινά δεδομένα μας, η θεώρηση του αρχαίου κόσμου ίσως φανεί «απαισιόδοξη», αν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την λέξη. Ο αρχαίος κόσμος δεν πίστευε στην πρόοδο, αλλαγή ή ανάπτυξη και εναντιωνόταν σε κάθε καινοτομία. Ίσως διότι καταλάβαινε ότι η αλλαγή αρκετές φορές οδηγεί στην σήψη. Πρέπει τότε να ονομάσουμε αυτούς τους ανθρώπους ιδιοσυγκρασιακά αρνητικούς ή μήπως ορθότερα θα έπρεπε να πούμε ότι μπορούσαν να ξεχωρίζουν το σκότος από την ημέρα; Διότι και ο Ησίοδος και ο Πλάτων και ο Βιργίλιος, λέγανε τα ίδια ακριβώς που είπε ο Shelley στο ποίημά του «Ελλάς»:
«Η εποχή του κόσμου ξαναρχίζει νέα
τα χρυσά έτη επιστρέφουν…»
Αλλ’ αφού ζούμε στο σκοτάδι, ανάβουμε έναν λύχνο. Δεν υπάρχει λόγος να πέφτουμε πάνω σε διάφορα πράγματα στο σκοτάδι.
|